🇵🇱 pl el 🇬🇷
bez cienia wątpliwości adverb |
|
---|---|
|
έξω από κάθε αμφιβολία, πέρα από κάθε αμφιβολία |
Wiktionary Links
- polski: bez cienia wątpliwości
bez cienia wątpliwości adverb |
|
---|---|
|
έξω από κάθε αμφιβολία, πέρα από κάθε αμφιβολία |